Η μητέρα είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι εκείνη που δίνει ζωή και σε κάθε δύσκολη ή χαρούμενη στιγμή μας την επικαλούμαστε. Είναι εκείνη που μας εκνευρίζει με μια μόνο λεξη, μας φτιάχνει τη διάθεση με ένα μόνο βλέμμα και μας γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας.
Με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας, που τιμάται σήμερα –όπως και κάθε χρόνο στις 8 Μαΐου- συγκεντρώσαμε πέντε ποιήματα αφιερωμένα σε εκείνη.
Γεώργιος Βιζυηνός – Η μητέρα
Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω να μου λυπηθεί, που όλη νύχτα κι όλη μέρα,
για το καλό μου προσπαθεί;
Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρεφος απαλό,
μ’ εκάθισε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε για να μιλώ.
Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά
και διπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω, ξαγρυπνά.
Αυτή, σαν πέσω και χτυπήσω,
φιλά, να γιάνει, την πληγή
αυτή τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω, μ’ οδηγεί.
Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω να μου λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα,
για το καλό μου προσπαθεί;
Μαρία Πολυδούρη – Μητέρα μου
Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.
Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.
Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει…
Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.
Κ.Π. Καβάφης – Δέησις
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.
Κική Δημουλά – Βιογραφικός Πίνακας (Στη μάνα μου)
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.
Σ’ αυτό το μπαλκόνι
σ’ αυτό το χαμόγελο
τ’ απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.
Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.
Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:
“Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;” Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.
Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.
Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Προς τη μητέρα μου
Μάννα μου, ἐγώ ‘μαι τ’ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι’ ἂν στραφῇ κι’ ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ’ ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι’ ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν’ ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν’ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κι’ ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι’ ἄμμο·
εἶναι κι’ ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π’ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι’ ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.